νικόλαε

νικόλαε
νικόλαος
date
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Νικόλαε — Νικόλαος date masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τσαουσέσκου, Νικολάε — (Σκορνιτσέστι 1918 – 1989). Ρουμάνος πολιτικός. Όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο Σκορνιτσέστι, αναγκάστηκε, για λόγους οικονομικούς, να αναζητήσει εργασία στο Βουκουρέστι (1929). Η περίοδος αυτή του βίου του συμπίπτει με το μεγάλο κραχ της… …   Dictionary of Greek

  • Γιόργκα, Νικολάε — (Nicolae Iorga, Μποτοσάνι, Μολδαβία 1871 – Πλοέστι 1940). Ρουμάνος ιστορικός και πολιτικός. Μετά τις σπουδές του στο Ιάσιο, στο Παρίσι και στη Λειψία, διορίστηκε καθηγητής της γενικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου (1894). Από τότε… …   Dictionary of Greek

  • Μπαλτσέσκου, Νικόλαε — (Nicolae Balcescu, Βουκουρέστι 1819 – Παλέρμο 1852). Ρουμάνος πατριώτης και συγγραφέας. Η ζωή του ήταν ταραχώδης, τυπική του κήρυκα και του αγωνιστή της ανεξαρτησίας. Συνελήφθη και εξορίστηκε πολλές φορές· συμμετείχε στην παρισινή επανάσταση του… …   Dictionary of Greek

  • Φιλίμον, Νικολάε — (Filimon, Βουκουρέστι 1819 – 1865). Ρουμάνος συγγραφέας. Ήταν γιος ιερωμένου, που τον διαδέχθηκε στη θέση του. Αν και αυτοδίδακτος, έλαβε σημαντική μόρφωση. Το κύριο έργο του, Παλιοί και νέοι αριβίστες (1863), τον καθιέρωσε ως σπουδαίο συγγραφέα… …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”